- μηλοπάρειος
- μηλο-πάρειος, apfelwangig, d. i. rot- oder rundwangig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηλοπάρειος — μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πάρειος και πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα») … Dictionary of Greek
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek
μαλοπάραυος — μαλοπάραυος, ον (Α) (αιολ. τ. τού μηλοπάρειος*) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μαλοπάραυος λευκοπάρειος» 2. πάπ. (αιτ. εν.) μαλοπαρούαν και μαλοπαραύαν (για φοράδα) λευκή και καστανή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο Ησύχιος έχει συνδέσει τον τ. με το μαλός (I) «λευκός», ωστόσο … Dictionary of Greek